- συναυτουργός
- ο, η, Νδράστης εγκληματικής πράξης μαζί με άλλον ή άλλους, συμμέτοχος στη διάπραξη εγκλήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + αὐτουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
κοινωνός — ο, η (AM κοινωνός, ὁ, ἡ) αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, μέτοχος, σύντροφος, συνέταιρος, συμμέτοχος νεοελλ. αυτός που έχει γνώση κάποιου πράγματος, που έχει εμπειρία πάνω σε κάτι, γνώστης, έμπειρος («τόν κατέστησε κοινωνό τής υποθέσεως») αρχ. 1 … Dictionary of Greek
μέτοχος — ο (ΑΜ μέτοχος, ον, Μ θηλ. και μέτοχη) [μετέχω] 1. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι ή αυτός που μετέχει σε κάτι, συνεργός, συναυτουργός («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», Ηρόδ.) 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μέτοχος συνέταιρος σε μια … Dictionary of Greek
συνένοχος — η, ο, Ν 1. ο από κοινού ένοχος για κάτι 2. (νομ.) αυτός που έχει ποινική ευθύνη για αξιόποινη πράξη ως συναυτουργός ή συνεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ένοχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
συναυτουργία — η, Ν η ιδιότητα τού συναυτουργού, σύμπραξη δύο ή περισσοτέρων στην τέλεση μιας αξιόποινης πράξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναυτουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κωνστ. Κωστή] … Dictionary of Greek